Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

Την επόμενη φορά που  θα σε συναντήσω, θα σε σκοτώσω.
έχω ανάγκη το αίμα σου στα λευκά μου σεντόνια.
Είμαι άρρωστος, μωρό μου, το ξέρω'
εσύ είσαι εκείνη που μ'αρρωσταίνει.

Θα κόψω τα μαύρα μαλλιά σου σύριζα
και μ'αυτά θα σε δέσω σφιχτά
θα σε φτύσω με χλεύη
και στη συνέχεια θα κλέψω ό, τι αγνό κράτησες πάνω σου

θα φοράς λευκά μακρυά γάντια

θα ουρλιάζεις λυσσασμένη πως είμαι τρελός
ώσπου δε θα χεις φωνή να μιλήσεις

Θα σκίζω το δέρμα της ράχης σου μανιασμένα
μέχρι να ματώσεις γαλάζιο αίμα, βρώμικο

θα σε γδύσω γελώντας φωναχτά
τόσο αργά έως ότου νιώσεις ντροπιασμένη
για το ίδιο σου το κορμί

Θέλω να κλάψεις πολύ
Θέλω να μετανιώσεις περισσότερο
θα σε φιλώ άγρια και θα σε αγγίζω φριχτά
Θα σε πληγώνω

θα σου κλέβω για λίγο τη ζωή
θα σε πνίγω
και μετά-μισοπεθαμένη-
θα σε αφήνω να ανακτάς τις δυνάμεις σου
και να αντιστέκεσαι ξανά-πιο λυσσαλέα-

Θα σε σκοτώσω
Απαλά(αγάπη μου,δε θέλω να σε πονέσω)
Ύστερα, γονατισμένος θα σε κοιτάζω
θα σηκώσω το εύθραυστο κορμί σου
και θα το αποθεσω στο κρεβάτι με τα κόκκινα σεντόνια
Θα ξαπλώσω δίπλα σου
και θα με μαχαιρώσει η αλήθεια στα σωθικά
Θα πιω το δηλητήριο

δεν είμαι τρελός αγάπη μου, δεν είμαι ξένος για σένα

Δεν είμαι δολοφόνος αγάπη μου
Είμαι κατεστραμμένος.

Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

Μη μείνει τίποτα.

1.Πρώτα θα ακούγαμε μουσική, (θυμάσαι;) γιατί εσύ αυτό ήσουν κι εγώ αυτό ένιωθα.
Μετά θα σκεφτόμουν για μια ακόμη φορά πόσο γρήγορα κυλάει η ώρα κι εγώ δε σε χορταίνω(κι εσύ μου το λεγες, θυμάσαι;) και πόσο διαφέρουμε και-παραδόξως-πόσο το λάτρευα αυτό.

2.Κάποτε άρχισες να γελάς, τόσο παιδικά, ξέρεις, όταν τιναζόμουν, ή όταν μιλούσα τόσο αργά, γιατί δε με ενδιέφερε να σου μιλήσω πραγματικά, σκεφτόμουν άλλα, με μπέρδευαν τόσα πράγματα, υπήρχαν στιγμές που ήμουν χαρούμενος. Εσύ γελούσες λοιπόν(σου είχα πει πόσο μ'άρεσε, το θυμάμαι) κι εγώ απέφευγα να κοιτάζω στα γαλάζια μάτια σου γιατί φοβόμουν.

3.Και τότε έγινε κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ.
Είδα εκείνο το σκοτάδι, ολόκληρο, το ήξερα πως πάντα υπήρχε, αλλά το είδα να ξεχύνεται μπροστά μου.
Σε ρώτησα, πού πήγε αυτό που νόμισα πως ήσουν;
Άνοιξες τα μάτια σου εντελώς, δε σε ένοιαζε να μην το δεις, τι σημασία είχε για σένα άλλωστε; Άνοιξες τα μάτια λοιπόν και μου έκοψες τα χέρια.
Έτσι, σε βλέπω τώρα πια και στέκομαι χωρίς να ξέρω πώς να σ'αγκαλιάσω.
Φταίει αυτό, ή μήπως που δε σ'αναγνωρίζω πια;
Πού χάθηκαν όλα;
Μήπως ήταν αυταπάτες;
Κανείς δε μοιάζει κι όμως πάντα έχει την ίδια κατάληξη.
Θέλω να σε ρωτήσω τόσα, δεν μπορώ να καταλάβω τίποτα.

          Είχες δίκιο, οι αναμνήσεις δεν πρέπει να μένουν. 
Τίποτα δεν πρέπει να μένει τελικά.

Τρίτη 16 Απριλίου 2013

16/4/2013

Στέκομαι στο χείλος του γκρεμού και σκέφτομαι όλους αυτούς που έκαναν το επόμενο βήμα και κάποιοι είπαν πως λυτρώθηκαν και εκείνους που έκαναν μεταβολή και γύρισαν-στην όσο μίζερη-ζωή τους. Και βλέπω και τον εαυτό μου μετέωρο και φοβισμένο, εδώ και πέντε λεπτά δεν αναπνέω και προσπαθώ να σκέφτομαι παρ'όλ'αυτά.. Ποιος από τους τρεις μας είναι ο πιο δειλός τελικά;;
Σε ονειρεύομαι και είναι ένας εφιάλτης. Ξυπνάω καταιδρωμένος, φοβάμαι, δεν μπορώ να ανοίξω τα μάτια μου, έχω μόνο ανοίξει τα χέρια μου και περιμένω τις μαχαιριές και το πιο τρομακτικό είναι πως το αίσθημα αυτό είναι μια κατάσταση μόνιμη, εδραιωμένη.

-''Δεν ξέρω αν θέλω πραγματικά να σε λατρεύω ή ικανοποιώ τον εγωισμό μου για μια ακόμα φορά.''

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Είσαι μόνος. Να κάτι που δεν τολμούσες να πιστέψεις, ων μικρός. Είναι δύσκολο, σχεδόν ουτοπικό, να περάσεις από τον κλειστό κόσμο, το γεμάτο μουσικές και λουλούδια και αγαπημένα χρώματα σε έναν αγώνα σκληρό. Και το χειρότερο όλων δεν είναι η πάλη, δεν είναι οι γρατζουνιές με τα αίματα που θα τρέξουν πάνω σε κάτι δήθεν χαμένες αγνότητες και παιδικές ανησυχίες. Δεν είναι τα μαχαίρια στην πλάτη, δεν είναι τα δόντια που κάποιοι ξέρουν καλά να χώνουν μέσα σου και να σε ξεσκίζουν(και λέγω φυσικά για εκείνα τα δόντια του μίσους και της ζήλειας και της αναπόσπαστα κολλητής φίλης της ανθρώπινης φύσης, της ιδιοτέλειας. Είναι πως είσαι ολομόναχος, είναι πως όταν ήρθε η στιγμή που χρειάστηκες το στήριγμα δεν ήταν κανείς εκεί, δε μιλώ για έρωτες αυτή τη στιγμή, το ξέρεις αυτό, μιλώ για ομόαιμους, λέω γι αυτους που ήσουν σιγουρος πως θα σε σηκώσουν όταν τσακίσεις τα πόδια σου, όταν σπάσεις τα κόκαλα σου πάνω σε πέτρες και σε τοίχους, όταν χτυπηθείς τόσο πολύ από το ίδιο καθημερινό αδιέξοδο που πνίγεσαι. Ξέρεις πως είναι να πνίγεσαι; Δε σου συνιστώ να το προσπαθήσεις, πονάει. Και δεν πονάει τόσο το κορμί σου, πονάει το κεφάλι σου. Δεν είναι ψέμα, το νιώθω. Απ'την άλλη πώς να τους κατηγορήσεις; Πες μου μπορω να επιρρίψω ευθύνες; Φυσικά και δεν μπορώ. Πόσο τεράστιο είναι το δικό τους αδιέξοδο δες!!!

Ξέρω πως δεν καταλαβαίνεις αυτό που λέω αυτή τη στιγμή
Ξέρεις πως έχω σιχαθεί τα καλούπια;
Δεν μπορώ να τινάξω από πάνω μου όλη αυτή τη βρωμιά, μ'ακούς? Δεν μπορώ, αηδιάζω στη σκέψη, με καταλαβαίνεις; Δε με καταλαβαίνεις. Και με δεδομένο αυτό συνεχίζω.

Θα δεις πως κάποτε θα τα ξανακουσεις αυτά, απο τον ίδιο σου τον εαυτό.
 Έρχεται ένας καιρός που νιώθεις ότι κυλάνε μέσα σου βελόνες κι όχι αίμα.
Πώς να σου πω;;
Θες να σκίσεις το δέρμα σου και να τις βγάλεις και να τις πετάξεις μακρυά και παίρνεις το μαχαίρι και σκίζεσαι τελικά και το μόνο που βλέπεις ειναι αίμα,
δεν είναι καν κόκκινο,
είναι μαύρο και κολλάει πάνω σου.
Πώς να μην πονάω; Πες μου! Δεν μπορώ να το διώξω απο πάνω μου, γιατί δε με καταλαβαίνεις; Κοίταξε, δεν αυτοκτονώ, δεν προσπαθώ καν. Πόσο πιο δειλός μπορώ να γίνω, εξ'άλλου;

Θέλω να φύγω
και δε βλέπω πουθενά το φως
και μου τελειώνει ο αέρας.